-
1 комиссия
1. (группа лиц, орган) η επιτροπή 2. (условленное вознаграждение) η προμήθεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комиссия
-
2 комиссия
комиссия ж (коллегия ) η επιτροπή медицинская \комиссия η υγειονομική επιτροπή избирательная \комиссия η εφορευτική επιτροπή экзаменационная \комиссия η εξεταστική επιτροπή приёмная \комиссия η επιτροπή εισαγωγι κών εξετάσεων отборочная \комиссия спорт. η προκριματική επιτροπή* * *ж( коллегия) η επιτροπήмедици́нская коми́ссия — η υγειονομική επιτροπή
избира́тельная коми́ссия — η εφορευτική επιτροπή
экзаменацио́нная коми́ссия — η εξεταστική επιτροπή
приёмная коми́ссия — η επιτροπή εισαγωγικών εξετάσεων
отбо́рочная коми́ссия — спорт. η προκριματική επιτροπή
-
3 сессия
сессияж ἡ σύνοδος, ἡ συνεδρία:\сессия Верховного Совета СССР ἡ σύνοδος τοῦ 'Ανωτάτου Σοβιέττής ΕΣΣΔ· экзаменационная \сессия οἱ ἐξετάσεις, ἡ ἐξεταστική περίοδος.